- καταφαντάζομαι
- καταφαντ-άζομαι,A to be like, τινι Herm. ap. Stob.1.49.44 codd. [suff] καταφαντ-ικός, ή, όν, v.l. for -φατικός, Numen. ap. Eus.PE14.8.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καταφανταζόμενον — καταφαντάζομαι to be like pres part mp masc acc sg καταφαντάζομαι to be like pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταφαντάζει — καταφαντάζομαι to be like pres ind mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταφαντάζεται — καταφαντάζομαι to be like pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταφαντάζω — (Α) 1. επιδεικνύω, φανερώνω 2. παθ. καταφαντάζομαι είμαι όμοιος με κάποιον ή με κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + φαντάζω «καθιστώ φανερό, φανερώνω»] … Dictionary of Greek